- ηγεμονεύς
- ἡγεμονεύς, δωρ. τ. ἁγεμονεύς, ὁ (Α)1. επικ. τ. τού ηγεμών*2. (επιγρ. στη Ρώμη) κυβερνήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. μεταπλασμένος τ. τού Ηγεμών κατά τα ουσ. σε -εύς (βασιλ-εύς κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡγεμονεύς — governor masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονῆα — ἡγεμονεύς governor masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονῆας — ἡγεμονεύς governor masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονῆες — ἡγεμονεύς governor masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονῆος — ἡγεμονεύς governor masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονήων — ἡγεμονεύς governor masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιτυμονεύς — δαιτυμονεύς, ο (Α) ο δαιτυμών*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού δαιτυμών με το επίθημα εύς (πρβλ. ηγεμών ηγεμονεύς)] … Dictionary of Greek
ηγεμόνεια — ἡγεμόνεια, ἡ (Α) θηλ. τού Ηγεμονεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγεμον εύς (πρβλ. ιερ εύς, ιέρ εια)] … Dictionary of Greek
ἡγεμονῆι — ἡγεμονῇ , ἡγεμονέω have authority pres subj mp 2nd sg ἡγεμονῇ , ἡγεμονέω have authority pres ind mp 2nd sg ἡγεμονῇ , ἡγεμονέω have authority pres subj act 3rd sg ἡγεμονεύς governor masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)